- σπογγίλ(λ)η
- η, Νζωολ. γένος ευρέως διαδεδομένων σπόγγων τού γλυκού νερού οι οποίοι ανήκουν στην οικογένεια σπογγιλίδες, τής ομοταξίας δημόσπογγοι, με 20 περίπου είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spongilla < λατ. spongia (< σπογγιά) + -illa].
Dictionary of Greek. 2013.